- διασαφηνώ
- βλ. διασαφώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασαφώ — και διασαφηνίζω (AM διασαφῶ, έω, διασαφηνίζω Α και διασαφηνῶ, έω) 1. καθιστώ κάτι σαφές, δείχνω φανερά 2. εκθέτω ή αποδεικνύω κάτι με σαφήνεια … Dictionary of Greek